Το 1975 η Laura Mulvey δημοσιεύει το άρθρο της “Οπτική απόλαυση και αφηγηματικός κινηματογράφος”. Σε αυτό το κείμενο μιλά μέσα από την σκοπιά της φεμινιστικής ψυχανάλυσης και αναλύει εκτενώς αυτό που η ίδια ονομάζει “αρσενικό βλέμμα”.
Τι είναι όμως αυτό και πως παρουσιάζεται η γυναικεία παρουσία στον, μέχρι πολύ πρόσφατα, πατριαρχικό κόσμο του κινηματογράφου;
Η αποτύπωση της γυναίκας σε αυτό το σύστημα είναι διττή: είναι το αντικείμενο της ανδρικής επιθυμίας και το σημαίνον της απειλής του ευνουχισμού. Η Mulvey αναγνωρίζει την ανάγκη για καταστροφή της απόλαυσης και θεωρεί πως αυτό είναι εφικτό μέσω της ανάλυσης της απόλαυσης και της ομορφιάς.
Οι απολαύσεις που πρέπει να καταστραφούν είναι δύο: η πρώτη είναι η σκοποφιλία, δηλαδή η απόλαυση του να κοιτάς. Σύμφωνα με τον Freud η εν λόγω ευχαρίστηση χρειάζεται και κάτι ακόμη για να στοιχειοποιηθεί, χρειάζεται το να καταστεί στα μάτια του θεατή, ο άλλος, σαν αντικείμενο, μπαίνοντας σε μια διαδικασία ελεγκτικού και μακρινού βλέμματος. Η ηδονοβλεπτική φαντασίωση του κοινού ενισχύεται από την αντίθεση του σκοταδιού που κυριαρχεί στην κινηματογραφικη αίθουσα και των μοτίβων φωτός που εναλλάσσονται ραγδαία στην οθόνη.
Η δεύτερη απόλαυση που ικανοποιείται από τον κινηματογράφο είναι η ναρκισιστικη σκοποφιλία. Σημαντικό ρόλο εδώ παίζει το “στάδιο του καθρέφτη” σε συνδυασμό με το οποίο αναπτύσσεται το Εγώ του παιδιού και οι απολαύσεις της κινηματογραφικής ταύτισης. Πιο συγκεκριμένα αυτό σημαίνει ότι όπως ένα παιδί αναγνωρίζει τον εαυτό του στον καθρέφτη και εξαιτίας των αυξημένων φιλοδοξιών του γεμίζει τα κενά ώστε το είδωλο του να είναι πιο ολοκληρωμένο, έτσι και ο θεατής αναγνωρίζει και συλλαμβάνει το προβαλλόμενο σώμα σαν δικό του. Ωστόσο η παραγνώριση του ως υπέρτερου προβάλει αυτό το σώμα ως ένα εξιδανικευμένο Εγώ, με αποτέλεσμα την μελλοντική προσπάθεια ταύτισης με τους άλλους.
Συμπαιρένεται ότι ο δημοφιλής κινηματογράφος παράγει δύο αντιφατικές οπτικές απολαύσεις: την σκοποφιλία και τον ναρκισισμό. Η αντίφαση έγκειται στο γεγονός ότι η σκοποφιλία προϋποθέτει διαχωρισμό της ερωτικής ταυτότητας του υποκειμένου από το αντικείμενο στην οθόνη ενώ η δεύτερη απόλαυση προϋποθέτει την ταύτιση του Εγώ με το αντικείμενο στην οθόνη.
Αναφορικά με την θέση της γυναίκας λοιπόν, στην επικρατούσα σεξουαλική ανισορροπία, η ευχαρίστηση του βλέμματος χωρίζεται σε δύο θέσεις: στο ότι οι άντρες κοιτούν και στο ότι οι γυναίκες επιδεικνύουν. Και τα δυο παίζουν με την ανδρική επιθυμία, επομένως οι γυναίκες είναι απαραίτητες για την απόλαυση του (ανδρικού) βλέμματος. Πρέπει να τονίσουμε ότι η γυναίκα λειτουργεί σαν ερωτικό αντικείμενο σε δύο επίπεδα, τόσο για τους πρωταγωνιστές της ταινίας, όσο και για τον θεατή.
Δύο είναι οι σημαντικές στιγμές γύρω από τις οποίες δομείται ο δημοφιλής κινηματογράφος: το ενεργό αρσενικό και το παθητικό θηλυκό. Ο αρσενικός θεατής κοίτα τον ήρωα για να πλάσει το Εγώ του και μέσω του ήρωα κοιτά την ηρωίδα ώστε να ικανοποιήσει την λίμπιντο. Το πρώτο βλέμμα αφορά την στιγμή της διαμόρφωσης του Εγώ στον καθρέφτη ενώ το δεύτερο καθιστά την γυναίκα σεξουαλικό αντικείμενο.
Η Mulvey προτείνει ότι οι παραπάνω απολαύσεις πρέπει να καταστραφούν ώστε να απελευθερωθεί η γυναίκα από το να είναι μονίμως η πρώτη ύλη για τις απολαύσεις του ανδρικού βλέμματος. Προκειμένου να καθιερωθεί ένας κινηματογράφος που δεν είναι άθυρμα στις νευρωτικές ανάγκες του αρσενικού Εγώ, είναι επιτακτικά αναγκαία η σύγκρουση με τον ψευδαισθητισμό προκαλώντας στο κοινό “διαλεκτική, παθιασμένη αποσύνθεση”. Τέλος χαρακτηριστικά η Mulvey αναφέρει “οι γυναίκες των οποίων η εικόνα έχει αδιάκοπα κλαπεί και χρησιμοποιηθεί για αυτόν τον σκοπό [αντικείμενα του ανδρικού βλέμματος] δεν μπορούν να δουν την πτώση της παραδοσιακής μορφής ταινιών ως τίποτα περισσότερο από συναισθηματική μετάνοια”.
Δημήτρης Δ. Αντωνόπουλος
Κοινωνικός Επιστήμονας